-
1 κλείω
κλείω, ep. u. ion. κληΐω; das praes. κληΐζω kommt nicht vor, daher κλῃζομένην Euen. 14 (IX, 62) bedenklich; ein dor. fut. κλαξῶ ϑύρας oder κλᾳξῶ Theocr. 6, 32; aor. κληῗσαι, Od. 21, 236. 241, ἐκλήϊσεν, 24, 166, κλήισεν, 21, 387. 389, Wolf überall κληΐσσαι, κλήϊσσεν; altatt. κλῄω, ἔκλῃον Thuc. 7, 59, περικλῄσασϑαι 7, 52, ξυγκλῃσϑῆναι 4, 67; perf. pass. κέκλεισμαι, bes. Sp., wie Hdn. 8, 6, 9; gew. κέκλειμαι, vgl. B. A. 1020. 1388; so ist κεκλειμένων τῶν ἐμπορίων Dem. 2, 16 von Bekker aus 2 mss. hergestellt, s. auch unten; κεκλέατο, Her. 3, 58, ἐκέκλειντο, Xen. An. 6, 2, 8; ἐγκεκλεισμένον Soph. Tr. 579; – schließen, verschließen; Βόσπορον κλεῖσαι (richtiger κλῇσαι) μέγαν Aesch. Pers. 709; πόλιν πύργων βαϑείᾳ μηχανῇ κεκλειμένην Suppl. 934; βλέφαρον κέκλῃταί γ' ὡς καπηλείου.ϑύραι Soph. frg. 635; κλῄειν πύλας Eur. Herc. Fur. 997; χρυσῆ δὲ πλάστιγξ αὐχένα ζυγηφόρον πώλων ἔκλῃε, einzwängen, Rhes. 304; auch χέρας βρόχοισι, fesseln, Andr. 603. übtr., ὅρκοις κεκλῄμεϑα Hel. 983; κλῇε πηκτὰ δωμάτων Ar. Ach. 479; κλῇσαι τὰς πύλας, v. l. κλεῖσαι, Plat. Rep. VIII, 560 c; στόμα Eur. Phoen. 872, wie Ar. Equ. 1316; vgl. Dem. κεκλειμένης σοι τῆς παῤῥησἴας οὐ κιγκλίσιν οὐδὲ ϑύραις ἀλλὰ ὀφλήμασι 25, 28; κλῄσειν ἔμελλον τοὺς ἔςπλους ταῖς ναυσίν, die Einfahrt versperren, Thuc. 4, 8; Sp.
-
2 ἀπο-στέλλω
ἀπο-στέλλω, wegschicken, ἄτιμον τῆςδε γῆς, verbannen, Soph. El. 71; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Rep. X, 607 b; ἔξω χϑονός Eur. Phoen. 488; ein Schiff, verschlagen, Cycl. 111; bes. als Gesandten mit Aufträgen schicken, πρός τινα Her. 5, 32; εἰς τὰς Ἀϑήνας Thuc. 2, 12; Folgde; ἀποστόλους, ϑεωρίας, Dem. 18, 80. 91; τὴν γνώμην 7, 19; entlassen, ἀγγέλους Xen. An. 2, 1, 5; abschicken, bes. ein Schiff, Dem. 47, 50; übh. schicken, Xen. Cyr. 7, 4. 8; λόγον σοι δῶρον Isocr. 1, 2; τινί τι Thuc. 1, 45; τὴν ϑάλασσαν, zurückdrängen, 3, 89, wie ϑοἰμάτιον, aufschürzen, Ar. Lys. 1084. – Pass., weggehen, ἀπεστάλη Soph. O. R. 115; χϑονός Eur. Suppl. 598; bes. zu Schiffe abfahren, ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem. 34, 28.
См. также в других словарях:
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
νέμω — (ΑΜ νέμω) 1. διαμοιράζω, μοιράζω, διανέμω, απονέμω («Ζεὺς νέμων εἰκότως ἄδικα μὲν κακοῑς, ὅσια δ ἐννόμοις», Αισχύλ.) 2. μέσ. νέμομαι κατέχω κάτι και τό εκμεταλλεύομαι για δική μου ωφέλεια, καρπώνομαι, απολαμβάνω κάτι («περὶ τῶν ἐν τῇ ἀντιπέρας… … Dictionary of Greek